- σαχάνι
- το(λ. τουρκ.), ταψί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαχάνι — το, Ν 1. βλ. σαγάνι 2. τεμάχιο φύλλου λευκοσιδήρου … Dictionary of Greek
σαγάνι — και σαχάνι, το, Ν μικρό τηγάνι με δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahan] … Dictionary of Greek
σαγανάκι — και σαχανάκι, το, Ν 1. μικρό σαγάνι 2. το έδεσμα που παρασκευάζεται σε μικρό σαγάνι (α. «αβγά σαγανάκι» β. «τυρί σαγανάκι») 3. ανεμοστόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «μικρό σαγάνι» και «έδεσμα» < σαγάνι / σαχάνι, ενώ με τη σημ.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
sahan — SAHÁN, sahane, s.n. (înv. şi reg.) Vas metalic de diverse forme sau dimensiuni, în care se serveşte sau se găteşte mâncarea. – Din tc. sahan. Trimis de LauraGellner, 17.07.2004. Sursa: DEX 98 sahán s. n., pl. saháne Trimis de siveco, 10.08.2004 … Dicționar Român
σαγάνι — το και σαχάνι, το (λ. τουρκ.), μικρό τηγάνι με δύο λαβές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)